σφυρηλατεῖ

σφυρηλατεῖ
σφυρηλατέω
work with the hammer
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
σφυρηλατέω
work with the hammer
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρυκόπος — ο αυτός που χτυπά με τη βαριά και σφυρηλατεί τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοκόπος — μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α) αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • μυδροκτύπος — μυδροκτύπος, ον (Α) αυτός που σφυρηλατεί πυρακτωμένο σίδηρο, σιδηρουργός («μυδροκτύπου μίμημ ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸς εἰς ξανθὸν κάρα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + κτύπος (< κτυπώ), πρβλ. ομβρο κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • οπτευτήρ — ὀπτευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (σχετικά με τον Ήφαιστο) αυτός που σφυρηλατεί το σίδερο, ο σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀπτεύω «βάζω στη φωτιά», πιθ. κατά το καμινευτήρ] …   Dictionary of Greek

  • ραιστήριος — α, ον, Α [ῥαιστήρ] 1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί 2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σιδηροκόπος — ὁ, Α αυτός που σφυρηλατεί τον σίδηρο, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • σολοιτύπος — ον, Α 1. αυτός που σφυρηλατεί όγκο από σίδηρο 2. αυτός που σφυρηλατήθηκε στους Σόλους τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ., με β συνθετικό το τύπος (< τύπτω «χτυπώ») και α συνθετικό, κατά την πιθανότερη άποψη, με βάση το δεύτερο ερμήνευμα το… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλάτης — ο, ΝΜ αυτός που σφυρηλατεί, που κατεργάζεται μέταλλα με σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”